Είναι νόμιμη η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας σε σύμβαση εργασίας υπέρ του εργοδότη για την περίπτωση πρόωρης οικειοθελούς αποχώρησης-καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου, σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 1766/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Είναι νόμιμη η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας σε σύμβαση εργασίας υπέρ του εργοδότη για την περίπτωση πρόωρης οικειοθελούς αποχώρησης-καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου, σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 1766/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Τι αποτελεί σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ, καθένα από τα μέρη, εργαζόμενος ή εργοδότης, έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε την σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία, η δε προβλεπόμενη από την διάταξη αυτή, έκτακτη καταγγελία, ως μονομερής δήλωση βούλησης , γνωστοποιείται στον έτερο, δεν υπόκειται σε ιδιαίτερο τύπο και με την περιέλευσή της σ΄εκείνον στον οποίο απευθύνεται, επιφέρει αμέσως την λύση της σύμβασης για το μέλλον (ΑΠ 462/2014, 492/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, σπουδαίο λόγο αποτελούν πραγματικά περιστατικά τα οποία κατ' αντικειμενική κρίση καθιστούν στην συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα την συνέχιση της σύμβασης εργασίας, για τον προσδιορισμό δε του σπουδαίου λόγου συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης. Ο σπουδαίος λόγος δεν είναι απαραίτητο να έχει ως αιτία μόνο την ουσιώδη παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων ή την επέλευση ζημίας, αλλά και οποιαδήποτε συμπεριφορά του ενός από τους συμβαλλομένους, που να έχει τέτοια σημασία για την λειτουργία της σύμβασης, ώστε αφού ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, καθώς και ο χαρακτήρας της σχέσης, που προυποθέτει την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης, να μην δικαιολογείται ο υπαίτιος να αξιώνει τη διατήρησή της (ΑΠ 1696/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 404 επ. ΑΚ προβλέπεται ο θεσμός της ποινικής ρήτρας, με την οποία, ο ένας από τους συμβαλλομένους, υπόσχεται στον άλλο ότι, εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή που οφείλει σ΄αυτόν από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει ως ποινή ένα χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο. Η ποινική ρήτρα, που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, έχει χαρακτήρα γνήσιας ποινικής ρήτρας, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και είναι μέσο πίεσης στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής, η ποινή καταπίπτει ακόμη και αν ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία ( αρθρ. 405 παρ. 2 ΑΚ). Συνιστά δηλαδή, έναν τρόπο αποζημίωσης που υποχρεώνεται να καταβάλει ο ασυνεπής συμβαλλόμενος για να αποκαταστήσει έτσι μια ζημία, την οποία προξένησε σε άλλον, χωρίς ο τελευταίος να χρειάζεται να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας του (ΑΠ 754/2017, ΑΠ 797/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την σύμβαση εργασίας, μπορεί να συνομολογούνται έγκυρα ποινικές ρήτρες, για τυχόν αθέτηση ή μη εκπλήρωση από τα συμβαλλόμενα μέρη των υποχρεώσεων τους και ιδίως για την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η μη εκπλήρωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης, όπως είναι η παροχή εξαρτημένης εργασίας, επιφέρει την κατάπτωση συμφωνηθείσας ποινής και ο αντισυμβαλλόμενος έχει αξίωση στην πληρωμή του ποσού που συμφωνήθηκε, πέραν της τυχόν άλλης οφειλόμενης αποζημίωσης (Λ. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τ. Α1, σελ. 130, παρ. 62β). Εξάλλου, η αγωγή για την κατάπτωση της ποινής, που έχει συμφωνηθεί για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης, ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης, απορρίπτεται, αν ο εναγόμενος ισχυριστεί και αποδείξει ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, αφού στην περίπτωση αυτή, δεν περιέρχεται σε υπερημερία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση κατάπτωσης της ποινής. Γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη ο οφειλέτης είναι κάθε εύλογη αιτία λόγω της οποίας δικαιολογείται η μη εκπλήρωση της παροχής, εφόσον όμως δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλεια του, όταν δηλ. την ίδια συμπεριφορά, θα επεδείκνυε κάθε επιμελής άνθρωπος, ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, καταβάλλοντας την συνήθη προσπάθεια εκπλήρωσης (ΑΠ 269/2012, ΑΠ 1011/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ειδικότερα όμως, επί συνομολόγησης ποινικής ρήτρας σε σύμβαση εργασίας, για την περίπτωση πρόωρης οικειοθελούς αποχώρησης - καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, εκ μέρους του εργαζομένου, για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας στο πρόσωπο του (δόλος - αμέλεια), πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα εξής. Η επαγγελματική ελευθερία του ατόμου δεν περιλαμβάνει μόνο την ελευθερία επιλογής και έναρξης ενός επαγγέλματος, αλλά και την απόφαση για συνέχιση , παύση ή αλλαγή του επιλεγέντος επαγγέλματος. Η εξουσία αυτή αποτελεί έκφανση του ατομικού δικαιώματος, ανάπτυξης της προσωπικότητας με ελεύθερη επαγγελματική και κοινωνική δράση .Έτσι, και η πρόβλεψη για καταβολή ποινής σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου, ως μέσο πίεσης για την εξασφάλιση εκπλήρωσης της κύριας ενοχής, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η παροχή εργασίας, είναι μεν έγκυρη και δεσμευτική για αυτόν, εάν και εφόσον, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης, αφενός δεν καταλύει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσης του υπόχρεου (άρθρα 5 παρ. 1, 22 παρ. 1 Συντάγματος), αφετέρου δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, με την έννοια ότι δεν περιέχει υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του υπόχρεου και γενικώς δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη (ΑΠ 797/2010 δημ. Νόμος).