Πότε διατάσσεται προσωπική κράτηση σε αδικοπραξίες ως μέσο δικαστικής εκτέλεσης
Απόσπασμα απο απόφαση του Αρείου Πάγου για υπόθεση του γραφείου μας.
Κατά το άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, " Προσωπική κράτηση διατάσσεται στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Μπορεί να διαταχθεί επίσης και για τις απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Η διάρκεια της προσωπικής κράτησης ορίζεται με την απόφαση, έως ένα έτος...". Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από την διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και κατά το οποίο: "Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώνει συμβατική υποχρέωση". Η διάταξη αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλόγως και επί των τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης. Εξάλλου, η προσωπική κράτηση ως μέσον εκτελέσεως αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (Ολομ. ΑΠ 1/2009, ΑΠ 1309/2021, ΑΠ 29/2020). Συνεπώς σε περίπτωση αδικοπραξίας σύμφωνα με το προμνημονευθέν άρθρο (1047 παρ. 1 ΚΠολΔ) παρέχεται η δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση της απ' αυτή απορρέουσας απαίτησης, καθορίζοντας και την χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του ως άνω άρθρου, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειες της, τον πταίσμα του υπόχρεου, τη φερεγγυότητα αυτού, την τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και τις λοιπές εν γένει περιστάσεις. Η κρίση αυτή δεν πρόκειται κατ' αρχήν στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου, πλην όμως συνιστά λόγο αναιρέσεως η υπό του δικαστηρίου χρήση απρόσφορων στοιχείων ή κριτηρίων, κειμένων εκτός του σκοπού της προσωπικής κρατήσεως (ΑΠ 1309/2021, ΑΠ 736/2019, ΑΠ 361/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, εκτιμώντας το σύνολο των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε τα ακόλουθα ως προς το ζήτημα της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του αναιρεσείοντος: «Αναφορικά δε με τοπ αίτημα της ενάγουσας να διαταχθεί, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεση, η προσωπική κράτηση του εναγόμενου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι αφερέγγυος, καθώς δεν έχει καταβάλει κανένα ποσό μέχρι σήμερ;α, ενώ δεν κατέστη δυνατή η είσπραξη της απαίτησης της ενάγουσας, παρά και την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, ενώ ασκήθηκε και ποινική δίωξη εναντίον του για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από τον εντολοδόχο (άρθρο 375 παρ. 2 εδ α' ΠΚ), υπόθεση, που μετά από αναβολές θα εκδικαζόταν στις ....2019 από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας, χωρίς να προκύπτει η πορεία της υπόθεσης.... Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα προσωπικής κράτησης του εναγόμενου ουσιαστικά βάσιμο και να διαταχθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του, το ύψος της οποίας, ορίζει, λαμβάνοντας υπόψη, το είδος της πράξης του εναγόμενου, τη βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, το ύψος της απαίτησης αλλά και την κακή του πίστη ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, η οποία είναι μεγαλύτερη από 30.000 ευρώ, σε ένα (1) μήνα...». με τον μοναδικό αναιρετικό λόγο, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το δίκασαν Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες στο κρίσιμο ζήτημα της συνδρομής των όρων περί επιβολής προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων και συγκεκριμένα περιστατικά που να καθιστούν αναγκαία την επιβολή του μέσου αυτού για τη συμμόρφωση το0υ προς το διατακτικό της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι η απαγγελθείσα εις βάρος του αναιρεσείοντος προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης επιβλήθηκε λόγω της τελεσθείσας εκ μέρους του αδικοπραξίας, με την υπεξαίρεση των ασφαλίστρων που όφειλε να αποδώσει στην αναιρεσίβλητη και δεν απέδωσε, και η κρίση αυτή δεν ελέγχεται κατ' αρχήν αναιρετικά σύμφωνα με όσα στην ανωτέρω σκέψη εκτέθηκαν, εφόσον δεν προσάπτεται αιτίαση ως προς την διάρκεια της. Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω λόγος είναι αβάσιμος, αφού τα ως άνω συγκεκριμένα στοιχεία, που έλαβε υπόψη το Εφετείο στηρίζουν την κρίση αυτού για την αναγκαιότητα της απαγγελίας προσωπικής κράτησης καθώς και την διάρκεια αυτής σε βάρος του αναιρεσείοντος, η οποία με βάση τα ίδια αυτά στοιχεία τελεί, ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς μέτρο πρόσφορα, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της ένδικης αξίωσης της αναιρεσίβλητης. Κατόπιν όλων αυτών, και αφού δεν υπάρχει λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).